ανεργία

ανεργία
Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να βρεθεί άνεργος και οποιοσδήποτε άλλος συντελεστής της παραγωγής, όπως το έδαφος, οι μηχανές κλπ. (σε αυτές τις περιπτώσεις μερικοί οικονομολόγοι μιλούν για αδράνειαμη απασχόληση· οι όροι αυτοί όμως έχουν την ίδια σημασία με τον όρο α.). Στο θεωρητικό σχήμα του πλήρους συναγωνισμού, η α. δεν θα έπρεπε να είναι παρά παροδική, αφού το πλεόνασμα της προσφοράς ενός συντελεστή της παραγωγής σε σχέση με τη ζήτησή του θα έπρεπε να προκαλέσει την πτώση της τιμής του έως το σημείο που η ζήτηση και η προσφορά θα ισορροπούσαν πάλι. Αυτό όμως προϋποθέτει όχι μόνο ότι η τιμή των συντελεστών της παραγωγής μπορεί να μεταβάλλεται αρκετά εύκολα, αλλά ότι και αυτοί οι ίδιοι οι συντελεστές μπορούν να μεταφέρονται αρκετά εύκολα και να κινούνται (από μία απασχόληση σε μία άλλη), ώστε να εξασφαλίζεται η γρήγορη επαναχρησιμοποίησή τους. Στην πραγματικότητα, οι προϋποθέσεις αυτές μπορεί και να μην ισχύουν, επειδή πολλοί συντελεστές της παραγωγής (όπως ένας δεδομένος τύπος πάγιου κεφαλαίου ή ειδικευμένης εργατικής δύναμης) δεν μπορούν να μεταφερθούν και να κινηθούν όσο εύκολα χρειάζεται και γι’ αυτό ακόμα και μεγάλη μείωση της αμοιβής τους δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει μια νέα απασχόληση. Επιπλέον, οι τιμές έχουν συχνά πολλές και ποικίλης φύσης δεσμεύσεις, που τις εμποδίζουν να προσαρμοστούν στις καινούργιες συνθήκες. Η α. μπορεί να είναι ολική, όταν o συντελεστής της παραγωγής αναγκάζεται να μένει τελείως άνεργος, ή μερική (και τότε γίνεται λόγος για υποαπασχόληση), όταν του ζητείται μια συμβολή στην παραγωγή μικρότερη από αυτήν που, στη δεδομένη στιγμή, θα ήταν ικανός και θα ήθελε να προσφέρει. Το γεγονός ότι, όταν γίνεται λόγος για α., το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται προπάντων στην α. που πλήττει τους εργαζόμενους, οφείλεται στις άμεσες και καταφανείς κοινωνικές συνέπειες που συνδέονται με αυτό τον ιδιαίτερο τύπο μη απασχόλησης. Πραγματικά, η εργασία δεν είναι εμπόρευμα, που όταν δεν βρει αγοραστή μπορεί να αποθηκεύεται σε αναμονή μιας προσφορότερης στιγμής· και o μισθός δεν είναι μόνο η τιμή ενός συντελεστή της παραγωγής, αλλά και η απαραίτητη πηγή ζωής για τον εργάτη και την οικογένειά του. Στο γεγονός αυτό οφείλεται και η τάση, που εκδηλώνεται συνεχώς ευρύτερα σε όλες τις χώρες, να αναλάβει το κράτος το έργο της καταπολέμησης της α. και να αμβλύνει τις συνέπειές της με παροχές προς τους ανέργους και με άλλα μέτρα πρόνοιας. Υπάρχουν διάφοροι τύποι α., που όλοι τους μπορούν να πλήξουν κάθε συντελεστή της παραγωγής, εδώ όμως θα εξεταστούν ιδιαίτερα σε σχέση με την εργασία: φυσιολογική, εποχιακή, τεχνολογική, κυκλική, χρόνια και διαρθρωτική α. Φυσιολογική α. (που ονομάζεται επίσης α. τριβής) είναι αυτή που υπάρχει πάντοτε σε κάθε οικονομικό σύστημα, αφού κάθε στιγμή υπάρχει ένα μικρό ποσοστό εργατών, οι οποίοι, όταν εγκαταλείψουν μια απασχόληση, χρειάζονται κάποιο χρονικό διάστημα για να αναζητήσουν μία καινούργια. Όσο οι στατιστικές της α. αποκαλύπτουν την ύπαρξη αριθμού ανέργων μικρότερου από ορισμένο ποσοστό του εργατικού δυναμικού (π.χ. 5%), η α. αυτή μπορεί να θεωρείται φυσιολογική και δεν κρίνεται αναγκαία κάποια ειδική επέμβαση για την εξάλειψή της. Αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα περιορισμού της φυσιολογικής α., όταν μεγαλώνει η αποδοτικότητα των γραφείων εύρεσης εργασίας, όταν οι εργάτες μπορούν να πληροφορούνται τις δυνατότητες απασχόλησης που υπάρχουν ή όταν βελτιώνονται τα μέσα επαγγελματικού προσανατολισμού και οι προϋποθέσεις μεταφοράς (όπως π.χ. το πρόβλημα της κατοικίας). Εποχιακή α. είναι, αντίθετα, αυτή που εμφανίζεται σε ορισμένες περιόδους του χρόνου και σε βαθμό αρκετά σταθερό, σε συγκεκριμένες μορφές δραστηριότητας, που εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από τις ατμοσφαιρικές μεταβολές (γεωργία, οικοδομικές εργασίες, είδη ένδυσης, ξενοδοχειακή βιομηχανία, ανθρακωρυχεία). Μερικοί εργαζόμενοι έχουν βρει τον τρόπο να αντιμετωπίζουν αυτόν τον τύπο α., με τον συνδυασμό διαφόρων εποχικών επαγγελμάτων ή με τη μετακίνησή τους από έναν τόπο σε άλλον. Τεχνολογική α. είναι αυτή που οφείλεται στην υιοθέτηση νέων παραγωγικών μεθόδων, οι οποίες οδηγούν σε πλεόνασμα του ήδη υπάρχοντος εργατικού δυναμικού, είτε επειδή αντικαθιστούν τον άνθρωπο με μηχανή είτε επειδή καθιστούν απαραίτητη την απασχόληση εργαζομένων με διαφορετικές ικανότητες και ειδίκευση. O φόβος για τον συγκεκριμένο τύπο α. είναι η αιτία της εχθρότητας που, από τις αρχές της Βιομηχανικής επανάστασης, επέδειξαν οι εργάτες απέναντι στην εισαγωγή νέων μηχανών (αξίζει να αναφερθούν οι αντιδράσεις που προκάλεσε στους Άγγλους εργάτες η εμφάνιση των πρώτων μηχανικών αργαλειών και της ατμομηχανής και η ανάπτυξη του κινήματος των λουδιτών τον 19ο αι.). Η εχθρότητα αυτή, σύμφωνα με την κλασική οικονομική θεωρία, είναι αδικαιολόγητη, επειδή οι τεχνικές καινοτομίες εξασφαλίζουν με ποικίλους τρόπους την απορρόφηση των εργατών που δεν απασχολούνται, όπως για παράδειγμα με τη μείωση του κόστους παραγωγής και επομένως των τιμών –γεγονός που προκαλεί την αύξηση της ποσότητας των ζητούμενων από τους καταναλωτές εμπορευμάτων– ή με την κατασκευή και τη συντήρηση των νέων μηχανών και με την παραγωγή νέων πρώτων υλών. Όμως, αυτή η αισιόδοξη ερμηνεία μπορεί να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού δεν εμφανίζεται πάντα μείωση των τιμών και αύξηση της κατανάλωσης και επειδή, τις πιο πολλές φορές, τα απαιτούμενα προσόντα από τους εργάτες που προσλαμβάνονται για πρώτη φορά δεν είναι τα ίδια με αυτά που είχαν όσοι έχασαν τη δουλειά τους. Η απαραίτητη επανειδίκευση μπορεί να είναι αρκετά δύσκολη, ιδιαίτερα για τους ηλικιωμένους εργάτες· η διαδικασία της νέας απορρόφησης δεν είναι ούτε άμεση ούτε ολοκληρωτική και ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων μπορεί να πληρώσουν πολύ ακριβά την πρόοδο. Κυκλική α. είναι αυτή που εμφανίζεται στις περιόδους ύφεσης, δηλαδή στην κατιούσα πορεία του οικονομικού κύκλου. Για την καταπολέμησή της το κράτος χρησιμοποιεί –εκτός από τα μέτρα πρόνοιας για τους ανέργους– όλα τα μέσα της αντικυκλικής πολιτικής ή της συγκυρίας (δημόσια έργα, πιστωτικές διευκολύνσεις στις επιχειρήσεις κλπ.). Χρόνια α.είναι αυτή που παρατηρείται ακόμα και εκτός των περιόδων ύφεσης, όταν σε μια χώρα o ρυθμός της οικονομικής δραστηριότητας έχει καθηλωθεί σε ένα επίπεδο ισορροπίας (που το χαρακτηρίζει ισότητα αποταμίευσης και επένδυσης) και όταν αυτό το επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας δεν είναι ικανό να εξασφαλίσει την πλήρη απασχόληση του υπάρχοντος δυναμικού. Τη δυνατότητα χρόνιας α. στις πιο ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες επισήμανε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς και οι οικονομολόγοι οπαδοί του, από τις μελέτες των οποίων προέκυψε η ανάγκη να μη θέτει πια η κρατική οικονομική πολιτική ως μοναδικό καθήκον της τη σταθεροποίηση της οικονομικής δραστηριότητας (αντικυκλική πολιτική) αλλά και να φροντίζει ώστε η δραστηριότητα αυτή να σταθεροποιείται σε επίπεδο ικανό να εξασφαλίζει την πλήρη απασχόληση. Η διαρθρωτική α. είναι χαρακτηριστική των αναπτυσσόμενων χωρών και διακρίνεται από τους άλλους τύπους, επειδή δεν έχει τον χαρακτήρα συμπτωματικού και κατά κάποιον τρόπο εξαιρετικού γεγονότος, αλλά εξαρτάται από τους όρους υπό τους οποίους μόνιμα διατελεί η χώρα: στενότητα φυσικών πόρων ή κεφαλαίων, έλλειψη δημογραφικής ισορροπίας, έλλειψη εκπαίδευσης και τεχνικών ικανοτήτων. Η εξάλειψή της είναι δυνατή μόνο με τη μετανάστευση των εργατών ή με την εφαρμογή, μακροπρόθεσμα, μιας πολιτικής οικονομικής ανάπτυξης. Η παρουσία οικονομικών μεταναστών σε ένα προηγμένο κράτος είναι συνήθως άμεσα συνδεδεμένη με την ύπαρξη διαρθρωτικής ανεργίας στη χώρα προέλευσής τους. Ο πίνακας του Τομ Ρόμπερτς είναι εμπνευσμένος από τη μετανάστευση των Ευρωπαίων προς την Αυστραλία στα τέλη του 19ου αι.
* * *
η (Α ἀνεργία)
1. ακούσια αποχή από εργασία, έλλειψη απασχόλησης, αναδουλειά
2. Ιατρ. κατάπαυση της αλλεργίας σε άτομο που προηγουμένως αντιδρούσε θετικά σε κάποιο αντιγόνο
αρχ.
ραθυμία, οκνηρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανεργία — η αναγκαστική αργία, αναδουλειά: Όλες οι κυβερνήσεις παίρνουν μέτρα για την καταπολέμηση της ανεργίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Τόνγκα — Tα νησιά Tόνγκα ή των Φίλων (Friendly Islands), όπως τα ονόμασαν οι Eυρωπαίοι που αποβιβάστηκαν εκεί το 18ο αιώνα, είναι ένα σύνολο 169 μεγάλων και μικρών νησιών στο νότιο Eιρηνικό, στα βόρεια του Tροπικού του Aιγόκερω, ανάμεσα στις 173o και 176o …   Dictionary of Greek

  • μονεταρισμός — Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν (ο όρος προκύπτει από την αγγλική λέξη monetary, νομισματικός). Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και τον τρόπο που επιδρά σε μια οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, την παραγωγή …   Dictionary of Greek

  • παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”